- ἐνιεμένης
- ἐνίημιsend inpres part mid fem gen sg (attic epic ionic)ἐνίημιsend inaor part mid fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνιεμένῃς — ἐνίημι send in pres part mid fem dat pl (epic) ἐνίημι send in aor part mid fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek